- συμπαιωνίζω
- Α(δ. γρφ.) βλ. συμπαιανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαιανίζω — και δ. γρφ. συμπαιωνίζω Α [παιανίζω] 1. ψάλλω παιάνα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον («καὶ συνεστεφανοῡτο καὶ συνεπαιάνιζεν Φιλίππῳ», Δημοσθ.) 2. (κατ επέκτ.) φωνάζω, κραυγάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek